- καλλίφλοξ
- καλλίφλοξ, -ογος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που αναδίδει ωραία φλόγα («θεοῑσιν... καλλίφλογα πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + φλόξ, φλογός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλίφλογα — καλλίφλοξ masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)